τροπικῆς

τροπικῆς
τροπικός
of the solstice
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανανάς — Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των βρομελιδών, ιθαγενές της τροπικής Νότιας Αμερικής. Είναι μεγάλη πολυετής πόα και έχει πολύ μικρό βλαστό, με θυσανοειδή ρόδακα, από μακριά και σαρκώδη φύλλα, με χείλη οδοντωτά και αγκαθωτά. Από το κέντρο του …   Dictionary of Greek

  • δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • οφιοκέφαλος — (ophiocephalus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των οφιακεφαλιδών. Είναι ψάρια των γλυκών νερών της τροπικής Ασίας και της Αφρικής. * * * η, ο (ΑΜ ὀφιοκέφαλος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οφιοκέφαλος ζωολ. γένος περκόμορφων ψαριών τών… …   Dictionary of Greek

  • ριψαλίδα — (rhipsalis). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των κακτιδών, με περίπου 50 είδη, ιθαγενή της νότιας τροπικής και παρατροπικής Αμερικής. Είναι κάκτοι με βλαστό πολύκλαδο ή αρθρωτό και συνήθως πολύ πλατύ, που μοιάζει με μεγάλα φύλλα. Πολλά είδη… …   Dictionary of Greek

  • ταμάρινδος — Φυτό της οικογένειας των καισαλπινιδών, της τάξης των λεγκουμινωδών (δικοτυλήδονα). Είναι δέντρο μεγαλοπρεπές με θολωτή και ευλύγιστη κόμη. Ψηλό έως 30 μ., έχει φύλλα επαλλάσσοντα, πτεροσχιδή, σύνθετα από 10 20 ζεύγη φυλλάρια, ωοειδή ελλειψοειδή …   Dictionary of Greek

  • τετρακογχώματα — τὰ, Μ φρ. «τετρακογχώματα τροπικῆς» οι τέσσερεις γωνίες τής τροπικής (Λιβ. Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κόγχη + κατάλ. ωμα (πρβλ. ἀέτ ωμα)] …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • γουερέτζας — Πίθηκος της οικογένειας των κολοβιδών. Χαρακτηρίζεται από το μακρύ και απαλό τρίχωμά του, μαύρο ή λευκό, ιδιαίτερα άφθονο στις πλευρές και στην ουρά. Άλλοτε ήταν πολύ διαδεδομένος, κυρίως στην Αιθιοπία, σήμερα όμως συναντάται αραιότερα, γιατί το… …   Dictionary of Greek

  • Ανάβλεψ — (anableps). Γένος μικροκυπρίνων, ψαριών της οικογένειας των κυπρινοδοντιδών. Ζουν στα ποτάμια της τροπικής Αμερικής και κολυμπούν κοντά στην επιφάνεια του νερού με το μισό κεφάλι μέσα και το μισό έξω. Για τον λόγο αυτό τα μάτια τους έχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”